Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βαθμίδα 2) (

См. также в других словарях:

  • βαθμίδα — η 1. σκαλοπάτι, σκαλί. 2. η θέση και η σειρά που κατέχει κανείς στη ζωή ή σ ένα σύστημα: Κατέχει την ανώτατη βαθμίδα στην ιεραρχία της εταιρείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών …   Dictionary of Greek

  • βαθμίδα — βαθμίς step fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιμμερίδια βαθμίδα — Βαθμίδα της μάλμιας υποδιάπλασης της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, ανάμεσα στη λουσιτάνια και στην πορτλάνδια βαθμίδα. Τυπικό πέτρωμά της είναι ο άργιλος, που περιέχει πολυάριθμα οργανικά υπολείμματα, μεταξύ των οποίων και αμμωνίτες.… …   Dictionary of Greek

  • κενομάνια βαθμίδα — Βαθμίδα της ανώτερης κρητιδικής ή νεοκρητιδικής υποδιάπλασης, μεταξύ αλβίου και τουρωνίου βαθμίδας. Τα πετρώματά της περιέχουν ορισμένα απολιθωμένα γένη αμμωνικών (σλενπαχία, ακανθόκερας) και στρώματά της βρέθηκαν στην Ελλάδα, στην Εύβοια, στην… …   Dictionary of Greek

  • ααλένιο ή ααλένιος βαθμίδα — Η ανώτερη βαθμίδα της λάσιας υποδιάπλασης (Lias). H υποδιάπλαση αυτή είναι η αρχαιότερη από τις τρεις υποδιαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η ιουράσιος περίοδος (μεσοζωικός αιώνας), που άρχισε πριν από 195 εκατ. χρόνια και διήρκεσε 60 εκατ.… …   Dictionary of Greek

  • λουσιτάνια βαθμίδα — Η μεσαία από τις πέντε βαθμίδες στις οποίες διαιρείται η μάλμια υποδιάπλαση του ανώτερου ιουρασικού συστήματος του μεσοζωικού αιώνα. Εκτεινόταν χρονικά μεταξύ οξφόρδιας και κιμεριδίας βαθμίδας και υποδιαιρείται σε τρεις υποβαθμίδες: αργόβιο,… …   Dictionary of Greek

  • ραίτια βαθμίδα — Η κατώτερη βαθμίδα της λιάσιας υποδιάπλασης. Χαρακτηρίζεται από αμμωνιτοφόρους σχιστόλιθους στις Ραιτικές Άλπεις και παρουσιάζεται με τη μορφή γεωλογικών στρωμάτων στα οποία κυριαρχεί το απολίθωμα «αβίκουλα κοντόρτα». Στρώματα της βαθμίδας αυτής… …   Dictionary of Greek

  • άλβιο ή άλβιος βαθμίδα — (albian). Είναι η νεότερη βαθμίδα του κατώτερου κρητιδικού του μεσοζωικού αιώνα. Στρώματα της βαθμίδας αυτής παρουσιάζονται σε πολλά μέρη. Χαρακτηριστικό των στρωμάτων αυτών στην Ευρώπη είναι ότι περικλείουν ορισμένα απολιθώματα αμμωνιτών. Στην… …   Dictionary of Greek

  • ετάνζιος βαθμίδα — Η τελευταία βαθμίδα της ιουράσιας περιόδου του μεσοζωικού αιώνα. Παρατηρήθηκε το 1864 από τον Γάλλο γεωλόγο Ε. Ρενεβιέ και αποτελείται από ασβεστολιθικές άμμους ή μάργες με αμμωνίτες …   Dictionary of Greek

  • καλάβρια βαθμίδα — Η αρχαιότερη βαθμίδα του πλειστόκαινου της τεταρτογενούς περιόδου. Συνίσταται στην τυπική περιοχή, όπου παρουσιάζεται από άμμους και χαλίκια που έχουν επικαθήσει σε αρχαιότερα πλειστοκαινικά στρώματα. Στη Μεσσήνη η κ.β. περικλείει τη σημαντική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»