-
1 ступень
1. (часть системы) η βαθμίδα, ο όροφοςпосадочная - косм. о όροφος της καθόδου- ракеты орбитальная ο όροφος μετάβασης στην τροχιά, το τροχιακό σκάφος2. (этап в развитии чего-л.уровень степень развития чего-л.) о βαθμός, το επίπεδο3. (лестницы) το σκαλοπάτι, η βαθμίδα 4. (разряд, подразделение в структуре чего-л.) о βαθμός 5. муз. η βαθμίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ступень
-
2 разряд
1. (группировка объектов) η κατηγορία, η ομάδα 2. эл. η εκκένωση, η εκφόρτιση (του ηλεκτρισμού)атмосферные - ы οι ατμοσφαιρικές παρεμβολές, τα αιμοσφαιρικά παράσιταсамостягивающийся - αυτο-συστελλόμενη - (κάτω από την επίδραση του μαγνητικού πεδίου)3. (вчт., мат) το (δυαδικό) ψηφίο 4. (степень) о βαθμός, το είδος, η κατηγορία, η τάξη 5. (электронный) η ηλεκτρονική εκκένωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разряд
-
3 банкет
I.1.(дорожный) η αναβαθμίδα, η βαθμίδα2. (барьер, перегораживающий русло реки для проведения каких-л. работ) το φράγμα. II.(званый обед, ужин) η δεξίωση, το επίσημο γεύμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > банкет
-
4 берма
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > берма
-
5 градиент
физ. η βαθμίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > градиент
-
6 редуктор
1. (зубчатая передача) о υπο-πολλαπλασιαστής 2. (прибор для редуцирования газа или жидкости) о ρυθμιστής (μείωσης) της πίεσηςацетиленовый (св.) - της ασετυλίνηςгазовый (св.) - του αερίουдвухкамерный - με δυο θαλάμους/βαθμίδεςкислородный (св.) - οξυγόνουоднокамерный - με ένα θάλαμο/μια βαθμίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > редуктор
-
7 уступ
1. (часть чего-л., отступающая от основной линии и образующая ступень, выемку) η (προ)εξοχή, η προβολή 2. горн. η αναβαθμίδαη βαθμίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уступ
-
8 ярус
1. (ряд горизонтально расположенных предметов) η σειρά, το επίπεδο 2. (рыболовная снасть) το παραγάδι 3. (геол.) η βαθμίδα 4. (в театре) о εξώστης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ярус
-
9 ступень
ступень ж 1) το σκαλοπάτι, ηг βαθμίδα 2) (степень) о βαθμός* * *ж1) το σκαλοπάτι, η βαθμίδα2) ( степень) ο βαθμός -
10 иистанция
иистанци||яж ἡ ιεραρχική βαθμί-δα [-ις]:высшая^ \иистанция ἡ ίινώτατη Ιεραρχική βαθμίδα· соответствующие \иистанцияи οἱ ἀντίστοιχες ὑπηρεσίες· по \иистанцияям στίς διάφορες ὑπηρεσίες. -
11 инстанция
[ινστάντσυγια] ουσ. θ. ιεραρχική βαθμίδα -
12 инстанция
[ινστάντσυγια] ουσ θ ιεραρχική βαθμίδα -
13 градиент
-а α.βαθμίδα• αναλογία• κλίμακα. -
14 класс
-а α.1. τάξη•рабочий класс εργατική τάξη•
буржуазный класс αστική τάξη•
класс эксплуататоров η τάξη των εκμεταλλευτών•
господствующий класс η κυρίαρχη τάξη•
борьбе -ов πάλη των τάξεων.
|| υποδιαίρεση•класс млекопитающих η τάξη των θηλαστικών•
класс земноводных η τάξη των αμφιβίων•
класс двудольных растений η τάξη των δικοτυλήδόνων φυτών.
|| κατηγορία• θέση•вагон третьего -а βαγόνι, τρίτης κατηγορίας•
билет первого -а εισιτήριο πρώτης θέσης.
2. σχολική υποδιαίρεση•ученик пятого -а μαθητής της πέμπτης τάξης.
|| αίθουσα διδασκαλίας•ученики вышли из -а οι μαθητές βγήκαν από την τάξη.
|| παλ. το μάθημα, η ώρα του μαθήματος•класс кончился το μάθημα τέλειωσε.
|| πλθ. -ы είδος παιγνιδιού.3. ποιότητα• κατηγορία•драгоценные камни первого -а πολύτιμα πετράδια πρώτης τάξης.
|| βαθμίδα•водитель 1-го -а οδηγός 1-ς κατηγορίας.
|| υψηλό επίπεδο•показать класс δείχνω το υψηλό επίπεδο (μεγάλη ανάπτυξη).
-
15 место
-а, πλθ. места, мест ουδ.1. τόπος, μέρος• χώρος•рабочее место τόπος της δουλειάς•
общественное место δημόσιος χώρος•
место назначения τόπος προσδιορισμού•
место рождения τόπος γένησης•
глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•
прибыть на место φτάνω στο μέρος.
2. θέση•уступить место παραχωρώ τη θέση•
положить на место βάζω στη θέση.
|| θέση υπηρεσιακή•быть без -а είμαι χωρίς θέση.
3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.4. -а πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.5. βαθμίδα•занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.
6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.εκφρ.место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•на -е кого – στη θέση κάποιου•на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•- а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.). -
16 подвинуть
ρ.σ.μ.1. μετακινώ, μετατοπίζω•подвинуть стол μετακινώ το τραπέζι.
2. μτφ. προωθώ•вперд переговоры προωθώ τις συνομιλίες подвинуть - работу προωθώ την εργασία.
μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο πλησιάζω•он -лся ко мне αυτός ήρθε κοντά μου•
-нься, я сяду рядом κάνε λίγο πιο πέρα, θα καθίσω δίπλα σου.
|| προάγομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι (τη βαθμίδα, ιεραρχία)• προωθούμαι. -
17 приступок
-пка α. σκαλοπάτι, σκαλί, βαθμίδα κλίμακας. -
18 статья
-й, γεν. πλθ. -ей, δοτ. -тьям θ.1. άρθρο, δημοσίευμα•газетная статья άρθρο εφημερίδας•
передовая статья κύριο άρθρο•
критическая статья κριτικό άρθρο.
2. ειδική διάταξη νόμου, συνθήκης•-ьй уголовного кодекса άρθρα του ποινικού κώδικα•
статья мирного договора άρθρα της συνθήκης ειρήνης•
статья закона άρθρο του νόμου.
3. ειδική υποδιαίρεση λογιστικής•-ьй дохода άρθρα εσόδων.-
4. κατηγορία, είδος• τομέας.5. παλ. στρατ. βαθμίδα, βαθμός•επιλοχίας πρώτου βαθμού.6. (απλ.) κορμοστασιά, κόψιμο.εκφρ.по всем -ьям – κ. во всех -ьях καθ όλα, κατά πάντα• από κάθε άποψη. -
19 ступень
-и, γεν. πλθ. -ей κ. -ей θ.1. βαθμίδα, σκαλί, σκαλοπάτι. || εξοχή (επικλινούς ή κατακόρυφης επιφάνειας).2. μτφ. βαθμός•ступень развития и прогресса βαθμός ανάπτυξης και προόδου•
высшая ступень ανώτατος βαθμός.
|| κατηγορία, τάξη•школа второйступеньи δευτεροβάθμιο σχολείο.
|| φθόγγος μουσικός. -
20 ступенька
-и θ.σκαλάκι, σκαλοπατάκι, μικρή βαθμίδα.
См. также в других словарях:
βαθμίδα — η 1. σκαλοπάτι, σκαλί. 2. η θέση και η σειρά που κατέχει κανείς στη ζωή ή σ ένα σύστημα: Κατέχει την ανώτατη βαθμίδα στην ιεραρχία της εταιρείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθμίδα — Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών … Dictionary of Greek
βαθμίδα — βαθμίς step fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιμμερίδια βαθμίδα — Βαθμίδα της μάλμιας υποδιάπλασης της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, ανάμεσα στη λουσιτάνια και στην πορτλάνδια βαθμίδα. Τυπικό πέτρωμά της είναι ο άργιλος, που περιέχει πολυάριθμα οργανικά υπολείμματα, μεταξύ των οποίων και αμμωνίτες.… … Dictionary of Greek
κενομάνια βαθμίδα — Βαθμίδα της ανώτερης κρητιδικής ή νεοκρητιδικής υποδιάπλασης, μεταξύ αλβίου και τουρωνίου βαθμίδας. Τα πετρώματά της περιέχουν ορισμένα απολιθωμένα γένη αμμωνικών (σλενπαχία, ακανθόκερας) και στρώματά της βρέθηκαν στην Ελλάδα, στην Εύβοια, στην… … Dictionary of Greek
ααλένιο ή ααλένιος βαθμίδα — Η ανώτερη βαθμίδα της λάσιας υποδιάπλασης (Lias). H υποδιάπλαση αυτή είναι η αρχαιότερη από τις τρεις υποδιαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η ιουράσιος περίοδος (μεσοζωικός αιώνας), που άρχισε πριν από 195 εκατ. χρόνια και διήρκεσε 60 εκατ.… … Dictionary of Greek
λουσιτάνια βαθμίδα — Η μεσαία από τις πέντε βαθμίδες στις οποίες διαιρείται η μάλμια υποδιάπλαση του ανώτερου ιουρασικού συστήματος του μεσοζωικού αιώνα. Εκτεινόταν χρονικά μεταξύ οξφόρδιας και κιμεριδίας βαθμίδας και υποδιαιρείται σε τρεις υποβαθμίδες: αργόβιο,… … Dictionary of Greek
ραίτια βαθμίδα — Η κατώτερη βαθμίδα της λιάσιας υποδιάπλασης. Χαρακτηρίζεται από αμμωνιτοφόρους σχιστόλιθους στις Ραιτικές Άλπεις και παρουσιάζεται με τη μορφή γεωλογικών στρωμάτων στα οποία κυριαρχεί το απολίθωμα «αβίκουλα κοντόρτα». Στρώματα της βαθμίδας αυτής… … Dictionary of Greek
άλβιο ή άλβιος βαθμίδα — (albian). Είναι η νεότερη βαθμίδα του κατώτερου κρητιδικού του μεσοζωικού αιώνα. Στρώματα της βαθμίδας αυτής παρουσιάζονται σε πολλά μέρη. Χαρακτηριστικό των στρωμάτων αυτών στην Ευρώπη είναι ότι περικλείουν ορισμένα απολιθώματα αμμωνιτών. Στην… … Dictionary of Greek
ετάνζιος βαθμίδα — Η τελευταία βαθμίδα της ιουράσιας περιόδου του μεσοζωικού αιώνα. Παρατηρήθηκε το 1864 από τον Γάλλο γεωλόγο Ε. Ρενεβιέ και αποτελείται από ασβεστολιθικές άμμους ή μάργες με αμμωνίτες … Dictionary of Greek
καλάβρια βαθμίδα — Η αρχαιότερη βαθμίδα του πλειστόκαινου της τεταρτογενούς περιόδου. Συνίσταται στην τυπική περιοχή, όπου παρουσιάζεται από άμμους και χαλίκια που έχουν επικαθήσει σε αρχαιότερα πλειστοκαινικά στρώματα. Στη Μεσσήνη η κ.β. περικλείει τη σημαντική… … Dictionary of Greek